- φρυκτά
- φρυκτόςroastedneut nom/voc/acc plφρυκτά̱ , φρυκτόςroastedfem nom/voc/acc dualφρυκτά̱ , φρυκτόςroastedfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρυκτάς — φρυκτά̱ς , φρυκτός roasted fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυκτός — ή, ό / φρυκτός, ή, όν, ΝΜΑ [φρύγω] ξεροψημένος, καβουρντισμένος μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ φρυκτή είδος ρητίνης αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό φρυκτός α) φλεγόμενος δαυλός β) (ειδικά) πυρσός για την μετάδοση σημάτων («ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει»,… … Dictionary of Greek